Διρκαῖος

Διρκαῖος
Διρκαῑος
1 of Dirke

κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα P. 9.88


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”